Βουβή σφαγή
- Arnolnt Spyros
- 15 Σεπ 2019
- διαβάστηκε 2 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 4 Απρ 2020
Στέκομαι στον λόφο απάνω στον λευκό μου ίππο και αντικρίζω το τοπίο. Καταπράσινο λιβάδι ντυμένο με το απαλό πέπλο της χλόης. Ένα ρυάκι δροσίζει το χώμα, τραγουδώντας γλυκά καθώς ταξιδεύει βιαστικό. Δέντρα ψηλά στέκουν παντού. Επιβλητικοί φύλακες της φύσης. Ο άνεμος ζωντανεύει κάθε βλαστό, ταρακουνώντας το για να ξυπνήσει από τον λήθαργο της νύχτας. Ο ήλιος ανεβαίνει με κύρος πάνω στον ουράνιο θρόνο του. Η λάμψη του απλώνεται σταθερά στο τοπίο, φανερώνοντας όσα νύχτα κρύβει στο γαλήνιο της σκοτάδι. Σαν λούστηκε το τοπίο με το χρυσό της λάμψης, όλα σώπασαν. Ο άνεμος κόπασε, παραχωρώντας τον χώρο στην σιωπή. Μέχρι και το ρυάκι σταμάτησε να τραγουδά. Τα χρώματα πιο ζωντανά από ποτέ. Όλα ήταν γαλήνια. Όλα ήταν ιδανικά. Το ασάλευτο τούτο τοπίο ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει άλλη μιαν εορτή θανάτου.
Η κοιλάδα γέμισε εχθρούς πιο γρήγορα από ότι γέμισε ζωή. Έτοιμοι όλοι να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Τα βλέμματα τους στράφηκαν πάνω μου. Τίποτα δεν αποσπούσε πλέον το βλέμμα τους. Μάτια ορθάνοιχτα και ηχηρά. Άπλωσα το χέρι μου για να βγάλω το ξίφος μου από την θήκη του. Η θήκη ήταν στολισμένη με με δύο πτηνά τα οποία πάλευαν για να αρπάξουν μια καρδιά. Το πτηνό της ελπίδος και το πτηνό της αλήθειας. Γύρω από τα πτηνά περίτεχνα κεντητά σχέδια διακοσμούσαν το τοπίο. Έβγαλα αργά το ξίφος μου και έκλεισα τα μάτια. Σήκωσα το ξίφος στον ψηλά, λάβαρο της ψυχής μου και περίμενα. Το μόνο που χρειαζόταν για να αρχίσει η τούτη σφαγή ήταν ένας μόνο χαρακτηριστικός ήχος. Ο χτύπος της καρδιάς.
Η μάχη ξεκίνησε. Μπορούσα να ακούσω τα εκατοντάδες βήματα των εχθρών να τρέχουν μανιασμένα πάνω μου. Η κραυγή του πολέμου τους πιο τρομακτική από κάθε άλλη. Η σιωπή. Σιωπηλά και εγώ κλότσησα τα πλευρά του ίππου, ξεκινώντας την δικιά μου μανιασμένη διαδρομή απάνω τους. Τα μάτια πάντα κλειστά. Μόνο ένας δειλός θα τα άνοιγε. Ο ήχος των ξιφών που συγκρούονταν μεταξύ τους σε έναν αγώνα κυριαρχίας, κυριάρχησε στην κοιλάδα. Τα ξίφη και τα βήματα δημιουργούσαν μια πανδαισία που πρόδιδε την βουβή τούτη σφαγή.
Ο ήχος των βημάτων όμως σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια μου για να αντικρίσω τα πτώματα που κείτονταν. Όλοι είχαν το ίδιο πρόσωπο. Το δικό μου πρόσωπο. Τα μάτια τους ήταν ακόμα ανοιχτά, μα τα κορμιά στυλωμένα στο χώμα. Κάλπασα πάλι στην κορυφή του λόφου και κοίταξα ψηλά στον ουρανό. Ο ήλιος παρέδιδε τον θρόνο σελήνη. Το σκοτάδι απλωνόταν και πάλι, καλύπτοντας κάθε έγκλημα. Χαμήλωσα το βλέμμα μου προς την κοιλάδα. Ήταν πάλι όλοι ζωντανοί. Τα ξίφη τους ήταν στα χέρια τους, χαμηλωμένα με την άκρη του ξίφους να χαϊδεύει το χώμα. Με κοιτούσαν με ένα βλέμμα νοσταλγικό. Σαν τους σκέπασε και αυτούς το σκοτάδι εξαφανίστηκαν σαν καλοκαιρινός αιθέρας.
Κατευθύνθηκα προς την σκηνή μου για να ξεκουραστώ. Αύριο πάλι θα πολεμούσαμε. Κάθε μέρα πολεμάμε. Αύριο ίσως νικήσω επιτελούς εγώ. Ίσως καταφέρουν να με σκοτώσουν αυτοί.
Comments