Ο κύκνος
- Arnolnt Spyros
- 4 Απρ 2020
- διαβάστηκε 4 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 11 Απρ 2020
Ξημερώνει η νέα μέρα. Οι ηλιαχτίδες του ήλιου γλιστράνε μέσα από τις άκρες του πατζουριού και καταλήγουν στο σκοτεινό και κρύο δωμάτιο του Τζόναθαν. Το φως σιγά σιγά ταξιδεύει μέσα στο δωμάτιο, φωτίζοντας και ζεσταίνοντας το. Οι ηλιαχτίδες σκαρφαλώνουν στο ασάλευτο κορμί του Τζόναθαν στο κρεβάτι, καταλήγοντας στα μάτια του. Τα μάτια του ανοίγουν δειλά δειλά, τρομαγμένα από το φως. Το σώμα του ήταν ακόμα ακίνητο. Μόνο τα μάτια του ήταν μισάνοιχτα και πάλλονταν συνέχεια προσπαθώντας να μείνουν ανοιχτά.
Μετά από τον σύντομο αυτό αγώνα ο Τζόναθαν είχε καταφέρει να ξυπνήσει. Χωρίς να κουνήσει το σώμα του, μόνο με τις κινήσεις των ματιών του, παρατήρησε το δωμάτιο του που ήταν πλέον φωτεινό και ζεστό. Καμία όμως μέρα στην ζωή του δεν ήταν έτσι. Προτιμούσε άλλωστε το σκοτάδι. Ένιωθε πιο οικεία στην απουσία του φωτός, διότι εκεί μπορούσε να κρυφτεί από όλους και από όλα με μόνη συντροφιά τους πραγματικούς του φίλους. Τις σκέψεις του.
Δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Το σώμα του δεν έχει δείξει την παραμικρή επιθυμία να κουνηθεί. Δεν έχει σημασία άλλωστε αν θα σηκωνόταν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Θα περιφέρεται πάλι στον κόσμο βουβός και αδιάφορος από όλους. Ένας ακόμα άγνωστος. Ένα σιωπηλό κορμί με μια ηχηρή ψυχή. Φυλακισμένος στην κοινωνία. Τουλάχιστον στο κρεβάτι δεν είχε να το βιώσει όλο αυτό. Έπρεπε όμως.
Χωρίς καμία αλλαγή στο βλέμμα του σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ντυθεί. Ήταν Σάββατο. Δεν δούλευε σήμερα. Μπορεί να κάνει ότι θέλει. Δεν έχει όμως σημασία. Η μέρα θα κυλήσει με αμέτρητες σκέψεις στο μυαλό, επεκτείνοντας το κελί της απομόνωσης του. Σήμερα τουλάχιστον δεν ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε άσκοπα χαμόγελα ικανοποιώντας την ατέλειωτη δίψα οπτιμισμού του κόσμου. Θα μπορούσε να κάτσει στο σπίτι. Δίπλα στο τζάκι με ένα λογοτεχνικό βιβλίο να τον συντροφεύει. Θα μπορούσε να βγει έξω για έναν περίπατο.
Όταν τελικά πήρε την απόφαση του, κατευθύνθηκε προς την ντουλάπα με τα πουκάμισα του. Ο Τζόναθαν είχε επιλέξει να βγει. Με μηχανικές κινήσεις άνοιξε την ντουλάπα και διάλεξε στην τύχη ένα πουκάμισο. Το φόρεσε ασιδέρωτο, όπως και το παντελόνι του, έβαλε τα φαγωμένα από τον χρόνο μαύρα παπούτσια του και βγήκε από το σπίτι.
Ήταν πανέμορφο έξω το τοπίο. Ο ουρανός ήταν στολισμένος με γκρίζα σύννεφα τα οποία δήλωναν το ενδεχόμενο βροχής. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω από τα σύννεφα. Ένας απαλός κρύος αέρα έλουζε την ατμόσφαιρα, δροσίζοντας το πρόσωπο του Τζόναθαν ο οποίος κατευθυνόταν προς το πάρκο με τους κύκνους.
Στο πάρκο αυτό καθόταν πάντα μόνος στο παγκάκι δίπλα στην λίμνη του πάρκου όπου συχνά μαζεύονταν κύκνοι. Εκεί σε αυτό το παγκάκι έχει εκμυστηρευτεί τα πιο τρομερά μυστικά του, έχει αμολήσει τα πιο τρανά θεριά. Όχι σε άλλους. Στον ίδιο του τον εαυτό. Φόβος, επιθυμίες, έρωτες, απογοήτευση, μίσος. Έχουν γαντζωθεί στην ψυχή του και πλέον έχουν ενωθεί με την ψυχή του. Τίποτα δεν τον γιατρεύει. Εδώ είχε πάρει την πιο γαλήνια απόφαση του. Τον θάνατο.
Πριν πολλά φεγγάρια είχε επισκεφθεί και πάλι το πάρκο και παρατηρούσε τους κύκνους που κολυμπούσαν στο νερό. Είχε εστιάσει την προσοχή του σε έναν συγκεκριμένο. Ο κύκνος αυτός έμοιαζε διαφορετικός από τους άλλους. Μόνος, απομονωμένος σε μιαν άκρη. Κολυμπούσε ανήσυχος στην λίμνη καθώς τα μάτια του Τζόναθαν τον ακολουθούσαν ρυθμικά. Δεν ήταν σίγουρος γιατί μα ένιωθε ότι αυτός είναι ο κύκνος. Ένιωθε μια άγνωστη ταύτιση με το πανέμορφο λευκό πτηνό. Ο κύκνος συνέχισε να κολυμπάει μόνος ώσπου βγήκε από την λίμνη. Μετακινήθηκε λίγο ακόμα πιο μακριά από τους άλλους και με μια αδύναμη κραυγή, σαν μπαλάντα, έπεσε κάτω απλώνοντας τα φτερά του και άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Τζόναθαν θεατής στο υπέροχο αυτό έργο της φύσης, παρατήρησε ότι το λευκό πτηνό επιτέλους έμοιαζε γαλήνιο. Του είχε φύγει η αύρα της ανησυχίας. Πεσμένο κάτω, άψυχο, αγκαλιάζει την χλόη που τώρα καλύπτει το άψυχο του σώμα.
Η ταύτιση που ένιωθε ο Τζόναθαν έβγαζε τώρα νόημα. Αυτός ήταν ο κύκνος και με τον ίδιο τρόπο θα έβρισκε την γαλήνη που ούτε ο ίδιος ήξερε ότι έψαχνε. Δεν το τόλμησε ποτέ όμως.
Ο Τζόναθαν έφτασε στο πάρκο και έκατσε μόνος σε ένα παγκάκι. Προσπαθούσε να εστιάσει την προσοχή του σε κάτι που θα απασχολούσε την φουρτουνιασμένη του σκέψη. Ήθελε να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό. Πως όμως; Προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά όπως τα πιόνια στο σκάκι, χωρίς όμως να έχει σκοπό να τα κουνήσει. Προσπαθούσε να ηρεμήσει ώστε να βρει το θάρρος να τηρήσει την γαλήνια απόφαση. Το άξιζε. Τα σύννεφα είχαν σκεπάσει ολότελα τον ουρανό και είχαν αρχίσει ταπεινά να ποτίζουν τους δρόμους. Οι σταγόνες της βροχής περνούσαν με γοργούς ρυθμούς μπροστά από τα μάτια του και εξαφανίζονταν. Σαν τις μέρες της ζωής του.
Τα μάτια του φανέρωναν την αποφασιστικότητα του. Δεν σκόπευε να αφήσει την ζωή του να είναι μια ατέλειωτη βροχή σε καταιγίδα. Σήμερα είναι η μέρα. Είναι άλλωστε η τέλεια μέρα. Δεν μπορούσε να βρει καλύτερη.
Έκατσε δύο ίσως και τρεις ώρες ακόμα στην βροχή. Είχε βραχεί ολόκληρος και τα κουρελιασμένα παπούτσια του είχαν σχεδόν διαλυθεί. Αλλά δεν έχει σημασία. Το μόνο ένδυμα που τον ένοιαζε ήταν η σάρκα του. Αυτή τον φυλάκιζε. Με αργό βάδι έφτασε πίσω στο σπίτι του. Χωρίς να μπει στον κόπο να βγάλει τα βρεγμένα του ρούχα κατευθύνθηκε προς το σαλόνι με τα υγρά ίχνη των παπουτσιών του να προδίδουν την παρουσία του σε κάθε του βήμα στο μισοσκότεινο και μακρόστενο χολ.
Έφτασε στο σαλόνι, μπροστά από ένα παλιό ξεθωριασμένο έπιπλο με τρία μυστήρια συρτάρια. Ένας χρυσός κρίκος στόλιζε το κάθε συρτάρι. Με μια χορευτική σχεδόν κίνηση, ο Τζόναθαν άπλωσε ζωηρά το χέρι του στο πρώτο συρτάρι και έβγαλε ένα παχύ σχοινί. Γύρω στα δύο μέτρα. Σχεδόν χαμογέλασε μόλις το κράτησε στα χέρια του. Έκλεισε βιαστικά το συρτάρι και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το δωμάτιο του. Βιαζόταν να προλάβει τον εαυτό του. Πριν χάσει το θάρρος.
Με δεξιοτεχνία σχημάτισε με το σχοινί την πιο όμορφη αγκαλιά. Μια θηλιά. Μια θηλιά που θα του αγκάλιαζε τον λαιμό και θα τον πήγαινε συντροφιά στον κύκνο. Να βρει και αυτός την γαλήνη του. Όλα ήταν έτοιμα. Το σκηνικό στήθηκε. Δεν υπάρχει γυρισμός. Ανοίγει η αυλαία. Η γαλήνη ήρθε.
Είναι Σάββατο. Είναι τα γενέθλια του Τζόναθαν. Ο ίδιος κρέμεται άψυχος στο δωμάτιο του. Αλλά..... τι σημασία έχει;
Comments