top of page
Αναζήτηση

Το τελευταίο ταξίδι

  • Arnolnt Spyros
  • 5 Αυγ 2019
  • διαβάστηκε 3 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 4 Απρ 2020

Το πιο σκοτεινό βράδυ του φθινοπώρου. Η ατμόσφαιρα κρύα, με δροσοσταλίδες να χορεύουν με τον άνεμο πάνω στα φύλλα των νυχτολούλουδων. Τριγύρω όλα σκοτεινά, όλα μαύρα. Το κάθε βήμα

άγνωστο το που μπορεί να οδηγήσει.


Στην ατμόσφαιρα ακούγεται μόνο η συμφωνία από τους ήχους των νυκτόβιων αρπακτικών. Το φτερούγισμα μιας κουκουβάγιας καθώς κυνηγάει έναν ποντικό που τρέχει με όλη του την δύναμη καθοδηγούμενος μόνο από το ένστικτο του για να αποφύγει την θανάσιμη μοίρα του. Το φτερούγισμα μιας νυχτερίδας που αναζητά την πηγή που θα θρέψει την αιματηρή της δίψα και θα την κρατήσει ζωντανή μιαν ακόμα ημέρα στον αγανή τούτων κόσμο.


Το δάσος αυτό αν και ένα μικροσκοπικό μόνον κομμάτι της γης, την περιγράφει πέρα για πέρα. Άγριο, σκοτεινό, γεμάτο κινδύνους, μυστήριο, μέσα σε έναν φαύλο κύκλο επιβίωσης και κυριαρχίας.


Μέσα στην νύχτα πλησιάζει ένας ταξιδιώτης. Έχει ακούσει πολλά για αυτό το δάσος. Λένε πως αν καταφέρεις να το διαβείς με την ψυχή ακόμη συντροφιά στο κορμί σου θα βρεις την μέγιστη σοφία. Θα ξεκλειδώσεις τα μυστικά που δεν ξεκλείδωσε κανείς, θα γίνεις και εσύ ένας θεός. Αν αποτύχεις όμως σε περιμένει μοίρα χειρότερη και από τον θάνατο, χειρότερη από την μοναξιά, χειρότερη από τον έρωτα.


Το είχε βάλει σκοπό να τα καταφέρει. Έπρεπε να τα καταφέρει! Έχει περάσει τόσα. Δεν μπορεί να τα εγκαταλείψει τώρα. Όχι εδώ, όχι σήμερα!

Δεν τον φοβέρισαν τα πιο μυστήρια πλάσματα, τα πιο φοβερά τέρατα, οι πιο θανάσιμες παγίδες. Τι θα μπορούσε λοιπόν να τον φοβερίσει εδώ!

Ωστόσο γνώριζε ότι το μέρος αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Το ένιωθε πως εδώ θα αντιμετώπιζε τον πιο ισχυρό του εχθρό, τον πιο απρόβλεπτο. Το φεγγάρι είχε βγει πίσω από τα ασημένια σύννεφα φωτεινό και το τρεμουλιαστό φως του μαρτυρούσε πως ετούτη η νύχτα δεν είναι σαν τις άλλες.

Είναι η νύχτα της κρίσης.


Ο μυστηριώδης ταξιδιώτης έκλεισε τα μάτια του και αναπόλησε όλα όσα είχε ζήσει. Την κάθε μέρα, την κάθε ώρα, το κάθε λεπτό. Η κάθε ανάμνηση φάνταζε τόσο αληθινή που μπορούσε να νιώσει και την ανάσα των ατόμων πάνω στο κορμί του. Μπορούσε σχεδόν να αγγίξει πάλι τον κάθε έναν τους. Να τους αγαλιάσει για μια τελευταία φορά. Την μητέρα του, τους φίλους του, τον αδερφό του. Η καρδιά του είχε παγώσει μήτε από τον φόβο μήτε από την νοσταλγία.

Άρχισε να διστάζει. Οι φόβοι κυριάρχησαν το μυαλό του. Το κρύο και απαλό άγγιγμα της ανατριχίλας χάιδευε το κορμί του που είχε μείνει ακίνητο σαν να είναι πετρωμένο. Ήθελε να φύγει. Ήταν ο εύκολος τρόπος. Απλά θα τα απέφευγε όλα και θα ήταν εντάξει. Φοβόταν, άλλα δεν ήξερε γιατί. Η απλή και ταυτόχρονα ανατριχιαστική εικόνα του δάσους ήταν που το έκανε το πιο τρομακτικό μέρος από όλα τα γνωστά.


Ξαφνικά το ένιωσε! Ένιωσε την δύναμη εκείνη που τον συντρόφευε τόσων καιρό στην καρδιά και στο μυαλό απέναντι σε κάθε του πρόκληση. Η δύναμη που τον έτρεφε με θάρρος στην ψυχή. Το χρωστούσε σε όλους που ζούσαν στις αναμνήσεις του.


Άνοιξε τα μάτια του ξανά και αντίκρισε και πάλι το σκοτεινό και μυστήριο δάσος με μια άλλη ματιά. Δεν ήξερε πόσην ώρα στεκόταν εκεί σκεπτόμενος. Ήξερε όμως ότι έπρεπε να πάει μπροστά. Δεν υπάρχει πλέον γυρισμός. Το χρωστούσε σε όλους που δεν μπορούν να διαβούν πια το δάσος οι ίδιοι. Το χρωστάει σε όλους που δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ πια εδώ.

Έτσι ξεκίνησε για να διαβεί το τούτο δάσος. Ξεκίνησε για το τελευταίο του ταξίδι. Το δάσος της

ζωής. Με μόνο του οδηγό το τρεμουλιαστό φως του ημίχρυσου φεγγαριού. Το φως της ελπίδας.



- Άρνολντ Σπύρος

 
 
 

Comments


© 2023 by The Book Lover. Proudly created with Wix.com

bottom of page