Άνθρωπος
- Arnolnt Spyros
- 17 Ιουν 2019
- διαβάστηκε 2 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 4 Απρ 2020
Φοβόμουν. Τρόμαζα στην ιδέα. Ήμουν έτοιμος να τολμήσω αυτό που δεν τόλμησε ποτέ κανείς.
Κτίσμα της οργής, της ματαιοδοξίας του τρόμου. Δημιουργός του μέλλοντος και δολοφόνος του. Ήμουν έτοιμος να ταξιδέψω στην ανθρώπινη ιστορία.
Από την δημιουργία του κτήνους αυτού μέχρι την σήμερον ημέρα. Να διαβάσω το άγραφο βιβλίο του παιδιού που σκοτώνει τόσα χρόνια την ίδια του την μητέρα. Του μεγαλύτερου θεριού.
Δεν αναζητούσα στο ταξίδι μου τίποτα. Σκοπός μου ήταν η γνώση. Πως κατάφερε η ιστορία του θανάτου να φέρει την ζωή. Το πως ένα τόσο ατίθασο θεριό κατάφερε να τιθασεύει το ίδιο τον εαυτό του. Πως το σκότος φώτισε το μέλλον.
Το ταξίδι μου ξεκίνησε από την αρχή. Όταν ο άνθρωπος ήταν βρέφος της φύσης. Όταν ακόμα την έβλεπε σαν την μήτηρ του και σκοπός του ήταν να πλαστεί από αυτήν να τραφεί από αυτήν και να γυρίσει σε αυτήν. Δεν είχε γεννηθεί ακόμη ο δολοφόνος μέσα του. Ο πιο αθώος δολοφόνος.
Συνέχισα το ταξίδι μου στους πρώτους πολιτισμούς. Ο άνθρωπος έχτιζε πια μόνος το σπιτικό του. Η μητέρα του του ήταν όλο και πιο άγνωστη. Το σκότος όλο και πιο οικείο. Ο άνθρωπος έγινε θεριό. Το πιο άγριο από όλα. Τότε ήταν που η μητέρα γη έχυσε το πρώτο της δάκρυ. Διότι γνώριζε. Γνώριζε τι θα έρθει και φοβόταν για τα παιδιά της. Όχι για αυτήν.
Η γνώση ήρθε στην ζωή του ανθρώπου. Αυτό το δίκοπο μαχαίρι της ζωής του άφησε μια πληγή που μολύνθηκε με φθόνο και του τύφλωσε τα αληθινά του μάτια. Τα μάτια της ψυχής που απλόχερα του πρόσφερε η φύση. Ο άνθρωπος έχτισε δικιά του ψυχή. Την ψυχή του δολοφόνου. Το πιάτο έγινε όπλο, η γραφή ακόμη πιο φονικό και η γνώση δηλητήριο. Ωστόσο αυτό ήταν η αρχή. Η αρχή της ιστορίας του ανθρώπου και το τέλος της ανθρωπιάς.
Όσα είδα είναι απερίγραπτα. Οι αθώοι να ανταλλάσσουν την μοίρα τους με τους ενόχους της ζωής. Ψυχές πιο σκοτεινές και από το πιο σκοτεινό σύννεφο της πιο άγριας φθινοπωρινής καταιγίδας, να επισκιάζουν τα φωτεινά όνειρα των πολλών.
Ο θάνατος να σχηματίζετε στο μοτίβο της ζωής. Καμβάς η μητέρα φύση, χρώματα το αίμα, το έργο ο θάνατος. Ο άνθρωπος στο τέλος γυρίζει στην ετοιμοθάνατη μητέρα του που όλο τον προσμένει, όσο και να την λαβώνουν τα παιδιά της.
Η ελπίδα ήταν νεκρή πια. Ίσως και να μην υπήρξε ποτέ. Ίσως να ήταν μια δημιουργία του αγανακτισμένου μυαλού του ανθρώπου για να ξεφύγει από την άθλια μοίρα που ο ίδιος δημιούργησε.
Ωστόσο την είδα. Δεν ήταν νεκρή. Δεν ήταν όμως και ζωντανή. Το τελευταίο δώρο της γης. Με το λαβωμένο της φτερό πεσμένη στην άκρη μιας πεδιάδας όπου μόλις έχει αποκτήσει το κόκκινο του αίματος. Τρομαγμένη σπάραζε ζητώντας βοήθεια με μια αδύναμη φωνή που ήταν έτοιμη να σβήσει.
Την πλησίασα, την πήρα απαλά στα χέρια μου και προσπάθησα με όλη μου την καρδιά να της γιατρέψω το φτερό. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα με όση δύναμη έχει η ψυχή μου να το γιατρέψω. Τότε το ένιωσα! Μια τεράστια δύναμη που ενώθηκε με την δικιά μου. Τα όνειρα, η αγάπη, οι ελπίδες όσων ακόμα δεν μολύνθηκαν.
Ξαφνικά ακούστηκε και πάλι το φτερούγισμα της. Το γλυκό εκείνο φτερούγισμα. Η ελπίδα ήταν και πάλι ζωντανή. Πέταξε μακριά με συντροφιά τα όνειρα μας και την ελπίδα ότι θα κρατηθεί ζωντανή αυτή την φορά.
- Άρνολντ Σπύρος
Comments